Τα διηγήματα της Alice Munro

Μου πήρε πάνω από πέντε μήνες να τελειώσω το βιβλίο των 434 σελίδων με τα διηγήματα της Καναδής νομπελίστριας Alice Munro. Δεν διάβαζα συνεχόμενα βέβαια, αλλά οι σελίδες αυτές ισοδυναμούν με τις διπλάσιες αντίστοιχης ελληνικής έκδοσης.

Η εισαγωγή αυτή περί του μεγέθους του βιβλίου αποσκοπεί στο να καταδείξει το μέγεθος των διηγημάτων. Γιατί η συλλογή περιλαμβάνει μόνο δεκαπέντε. Δηλαδή, είκοσι εννέα σελίδες το καθένα, και με το διπλασιασμό, πενήντα οκτώ σελίδες, αν ήταν ελληνικά. Πρόκειται για μικρές νουβέλες.

Κι αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της Munro. Γράφει μικρή φόρμα, μεγάλου μεγέθους.

Πως σχετίζεται το μέγεθος με το περιεχόμενο; Μερικές και μόνο σελίδες να διαβάσει κανείς, αρκούν για να φανεί η σχέση. Η Munro είναι συγγραφέας της λεπτομέρειας, είτε αυτή αφορά τον χαρακτήρα ενός ήρωά της, είτε τον χώρο που περιγράφει, είτε την ιστορία και των δύο. Πρόκειται για βαρετές περιγραφές; Όχι. Είναι λεπτομέρεια η οποία ξεδιπλώνεται σταδιακά κι αποκαλύπτει έναν χαρακτήρα. Τι χαρακτήρα; Συνήθως μιας γυναίκας. Όλα τα διηγήματα έχουν σαν κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα. Θα τολμούσα να πω πλασμένη από κομμάτια της ίδιας της συγγραφέως. Αλλά όχι ανάτυπά της και, κυρίως, όχι κακέκτυπα.

Δεν περιορίζεται όμως στην λεπτομερή σκιαγράφηση των κυρίων προσώπων. Κι οι «δευτεραγωνιστές» ζωντανεύουν μπρος τα μάτια μας με αντίστοιχη καθαρότητα.

Έχοντας πλάσει έτσι ανθρώπους και περιβάλλον, η παρουσίαση τους από μόνη της αποκτάει μια δυναμική που ξετυλίγει την ιστορία. Κι η ιστορία αφορά τις επιλογές της ζωής: με ποιον θα πας και ποιον θ’ αφήσεις, τι θα πληρώσεις και τι θ’ αποκομίσεις, και, κάποτε, απολογισμούς για το αν και τι άξιζε. Ποτέ ρητούς όμως, πάντα υπαινικτικούς, ή συμπερασματικά προκύπτοντες.

Η επιμονή στην ακρίβεια και τη λεπτομέρεια μας δίνει και το ευρύτερο λογοτεχνικό στίγμα της Munro. Πρόκειται για μια οπαδό του ρεαλισμού, ενός ρεαλισμού που έχει απόηχους των Ρώσων γιατί μιλάει για μια χώρα σε ανάλογα γεωγραφικά πλάτη (Καναδάς), μ’ αντίστοιχο κρύο, μοναξιά και πλήξη.

Αυτό που έχουν πει και γράψει για την Munro σαν το δυνατό χαρακτηριστικό της, την κίνηση πίσω μπρος στο χρόνο, ισχύει κι είναι πανταχού παρόν. Όχι με τη μορφή flash back ή αναμνήσεων ή αναπολήσεων των ηρώων, αλλά σαν μια αναδίπλωση των ιστοριών που ανασύρει κάτι και το φέρνει για να το κάνει χρήσιμο στην εξελισσόμενη ιστορία.

Όπως παρούσα είναι κι η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που η ίδια πρέπει να κινείται, χωρίς όμως να εκτοπίζει τυρανικά τις υπόλοιπες: λόγιοι, καθηγητές Πανεπιστημίων, συγγραφείς κλπ.

Άλλο χαρακτηριστικό είναι το σεξ, που δεν περιγράφεται σχεδόν ποτέ, αλλά είναι στο μυαλό των ηρωίδων και στην ατμόσφαιρα. Συνιστά λόγο ριζοσπαστικών, σκληρών ενίοτε, αποφάσεων, χωρίς ποτέ να μας επιτρέπεται να το δούμε μέσα, έστω, από μια κλειδαρότρυπα.

Στις λεπτομέρειες αποκαλύπτεται και μια ευρυμάθεια της Munro: αναφορές στα αρχαία ελληνικά, στη Σκανδιναβική λογοτεχνία, σε γεωλογία, ιδιότητες φυτών, ιατρικά όργανα, γεωγραφία, θρησκείες κλπ.

Ο χρόνος των ιστοριών της είναι συνήθως γύρω από τον Δεύτερο Παγκόσμιο, κατά τη διάρκειά του ή μετά. Κι ο τόπος είναι δύο περιοχές του Καναδά: το Οντάριο και η Βρετανική Κολομβία. Αλλά όχι οι μεγάλες πόλεις, όχι το Τορόντο και το Βανκούβερ. Συνήθως κωμοπόλεις και χωριά στα πέριξ. Γι αυτό κι οι ιστορίες της δεν έχουν το ρυθμό της ζωής της πόλης. Είναι ιστορίες ανθρώπων που η ζωή τους κυλάει αργά, πράγμα που φέρνει στο μυαλό τον άλλο μεγάλο διηγηματογράφο, τον Τσέχωφ και την Ρώσικη επαρχία που περιγράφει.

Έψαξα και διάβασα κριτικές κι εντυπώσεις αναγνωστών (όχι βιβλιοκριτικών) για το έργο της Munro, και θα έλεγα ότι η πλειονότητα ήταν απορριπτική. Μερικές φορές σε τέτοιο βαθμό που αναρωτιόμουν αν μίλαγαν για την ίδια συγγραφέα.

Η δική μου εντύπωση είναι η ακριβώς αντίθετη. Πρόκειται για μια μεγάλη πένα. Μια πένα ιδιόμορφη, πρωτότυπη στην θεματική της, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, ούτε το είδος της γραφής που θέλει να σε χειραγωγήσει.

Κάθε ιστορία αφήνει ένα ίχνος, ένα ίχνος που ανακαλείς και επεξεργάζεσαι με το νου ξανά και ξανά. Όχι γιατί συνιστά κάποιο μυστήριο. Αλλά γιατί αν υπάρχει μυστήριο είναι η προσπάθεια να εξιχνιάσεις ποια ακριβώς χορδή έχει αγγίξει.

Down and out in Paris and London, του George Orwell

Έψαχνα πολύ ώρα άκαρπα να βρω μια μονολεκτική μετάφραση για το «down and out». Δεν τα κατάφερα, γι αυτό θα επιχειρήσω πρώτα να το ερμηνεύσω σύντομα, πριν μιλήσω για το περιεχόμενο του βιβλίου.

Down and out είναι κάποιος ο οποίος έχει περιπέσει σε μεγάλη φτώχια. Όχι τη φτώχια που απλά ενέχει ελλείψεις και στέρηση, αλλά τη φτώχια όπου έχεις χάσει τα πάντα. Που δεν έχεις δουλειά, περιουσία, κάποιον να σε στηρίξει και πολύ γρήγορα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τα δύο βασικά προβλήματα της επιβίωσης: τι να φας και που να περάσεις τη νύχτα.

Γι αυτήν την κατάσταση μιλάει το βιβλίο του Όργουελ και δεν μιλάει μέσα από μυθοπλασία, ούτε θεωρητικά. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, αρκετά πιστό στα γεγονότα που βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, νέος ακόμα, όταν, επιστρέφοντας από την Μπούρμα όπου είχε υπηρετήσει στην αποικιοκρατική αστυνομία της Μεγάλης Βρετανίας, αποφάσισε να αφιερωθεί στη συγγραφή, επιλέγοντας σαν τόπο διαμονής το Παρίσι.

Ήταν ακόμα πολύ νέος, ούτε εικοσιπέντε χρονών, και δεν είχε δημοσιεύσει κάτι σημαντικό. Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να εκδόσει κάτι, χάνει τη δουλειά που από την οποία βιοποριζόταν (παράδοση μαθημάτων αγγλικών), ενεχειριάζει ότι έχει και δεν έχει κι αφού τελειώνουν κι αυτά τα λεφτά του, μένει κυριολεκτικά στο δρόμο, γνωρίζει την πείνα, το κρύο και την απελπισία. Με τη βοήθεια ενός Ρώσου εμιγκρέ, επίσης εξαθιωμένου γνωστού του, βρίσκει τελικα εργασία σαν λατζέρης και σώζεται. Δηλαδή τουλάχιστον δεν πεθαίνει. Γιατί η δουλειά του είναι δεκαπεντάωρα μέχρι δεκαεπτάωρα σε άθλιες συνθήκες και με άθλια μεταχείριση. Μετά από λίγο καιρό εξαντλητικής δουλειάς αλλά κυρίως μεγάλης στέρησης ύπνου, αποφασίζει ότι δεν αντέχει άλλο και γράφει σε ένα γνωστό του στο Λονδίνο ζητώντας του να τον βοηθήσει να βρει εκεί δουλειά. Του προσφέρεται να γίνει συνοδός κάποιου διανοητικά καθυστερημένου, πράγμα το οποίο θεωρεί εύκολο κι απείρως καλύτερο από τη δουλειά του λατζέρη κι επιστρέφει στη χώρα του μόνο για να βρει ότι ο υποψήφιος εργοδότης του έχει φύγει σε μακροχρόνιο ταξίδι. Μέχρι να επιστρέψει, ο Όργουελ θα αναγκαστεί να ζήσει σαν αλήτης, περιφερόμενος στην ευρύτερη περιοχή πέριξ του Λονδίνου και συγχρωτιζόμενος με ζητιάνους και απόρους, ζώντας σε άθλιες συνθήκες μέχρι που ο μελλοντικός εργοδότης του επιστρέφει και διασώζεται.

Αυτή είναι η ιστορία του βιβλίου και βέβαια δεν το διαβάζει κανείς για την υποτυπώδη αυτή ιστορία, αλλά για τις λεπτομέρειες. Τις λεπτομέρειες της εξαθλίωσης, που δεν είναι μια τυχαία μοίρα, αλλά μέρος του κόσμου, ένα μέρος του που επιλέγουμε να αγνοούμε ενώ θεωρητικά όλοι μπορούμε κάποια στιγμή να γίνουμε μέρος της.

Τι αφορούν οι λεπτομέρειες; Για το Παρίσι, τις συνθήκες της εργασίας σε ρεστωράν και ξενοδοχεία. Για δε το Λονδίνο, τα διάφορα ιδρύματα διαμονής αστέγων και απόρων, που αναπόφευκτα φέρνουν στο μυαλό την πένα του Ντίκενς, παρότι τους χωρίζει πάνω από μισός αιώνας.

Το βιβλίο είναι το πρώτο που ο Όργουελ κατόρθωσε να εκδόσει. Ακολούθησαν κι άλλα στην ίδια αυτοβιογραφική γραμμή (Burmese days και The road to Wigan Pier), και, χωρίς να έχω εντρυφήσει ιδιαίτερα, νομίζω σημειοδοτούν ένα, ένα τα βήματα του τόσο προς τη συγγραφική όσο και προς την πολιτική ωρίμανση.

Η πρόζα του Όργουελ δεν έχει φιοριτούρες και περικοκλάδες. Είναι απλή, στρωτή αλλά γεμάτη με λεξιλόγιο από τα περιβάλλοντα από τα οποία περνάει. Έτσι, στο κομμάτι του Παρισιού υπάρχουν ατόφιες γαλλικές λέξεις και φράσεις, στο δε του Λονδίνου, όλη η νομενκλατούρα της φτωχολογιάς. Σε κάποιο σημείο, προφανώς λυπούμενος τον αναγνώστη του, ο Όργουελ παρουσιάζει κάτι σαν μικρό λεξικό των όρων που έχουν σχέση με την αλητεία (tramp).

Το συνιστώ; Ναι, αν κάποιος έχει ενδιαφέρον για κοινωνικά και ιστορικά θέματα, ειδικά για το ζήτημα της φτώχιας, και για την ιστορία του συγγραφέα. Αν ψάχνει ένα βιβλίο να περάσει ευχάριστα την ώρα του, ας προσπεράσει.

Γέλιο στο σκοτάδι, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

Ο καφές τελειώνει, η Κυριακή τελειώνει, το βιβλίο τέλειωσε. Κανονικά θα έπρεπε να μ’ ευχαριστεί που τέλειωσε πριν τη μελαγχολικότερη βραδιά της εβδομάδας, αλλά είναι ένα μελαγχολικό βιβλίο κι ο απόηχος του εξακολουθεί να χρωματίζει τη δίαθεση (δύο διαφορετικές μεταφορές από δύο διαφορετικές αισθήσεις για να περιγράψω ένα συναίσθημα).

Το πρόβλημα με το βιβλίο είναι ότι είναι αριστοτεχνικά γραμμένο, πράγμα που σε παγιδεύει. Δεν μπορείς να επιχειρηματολογήσεις κατά της ομορφιάς ακόμα κι αν σε ρίχνει.

Δεν έχω διαβάσει πολύ Ναμπόκοφ. Την άμυνα του Λούζιν κι αυτό. Εύκολα μπορώ να τον κατατάξω στους μεγάλους συγγραφείς που γίνονται γρήγορα αγαπημένοι γιατί δεν αναλώθηκαν να κυνηγήσουν την πρωτοτυπία (ύφους ή θέματος).

Όπως ο ίδιος λέει στην αρχή, αρχή του βιβλίου: «… παρότι μια ταφόπετρα, τυλιγμένη στα βρύα, έχει άφθονο χώρο για να περιλάβει τη συντετμημένη εκδοχή μιας ανθρώπινης ζωής, η έκθεση της λεπτομέρειας είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη».
Είναι σ’ αυτή τη λεπτομέρεια που διαπρέπει ο Ναμπόκοφ. Παρότι η πλοκή του βιβλίου δεν είναι ανύπαρκτη, επειδή μας έχει αναγγείλει εξαρχής το τέλος, δεν είναι αυτή που μας κρατά ή μας ενδιαφέρει. Είναι η λεπτομέρεια του κόσμου του ήρωά του, του Άλμπερτ Αλμπίνους, που τελικά τον φωτίζει, αν και το «φωτίζει» είναι παραδοξολογία γιατί στην ουσία βλέπουμε το σκοτάδι του να ξεδιπλώνεται, τόσο που κάποια στιγμή γίνεται στην αφήγηση, η τυφλότητα του, η φυσική του τύφλωση.
Και ποιό είναι το γέλιο μέσα στο σκοτάδι του τυφλού; Το γέλιο αυτό το σκληρό κι απόκοσμο που αργά ή γρήγορα, σοφοί ή άσοφοι θα συναντήσουμε, σε ένα κόσμο που αδιαφορεί για την δική μας έκβαση.

Η Κοντή Πουκαμίσα

Θα βαφτίζατε ποτέ ένα καράβι με το όνομα «Κοντή Πουκαμίσα»΄; Μάλλον όχι. Εκτός αν το όνομα αυτό ανέσυρε αναφορές για ένα ολόκληρο λαό.

Η Κοντή Πουκαμίσα, ή Cutty Sark στ’ αγγλικά, είναι το όνομα ενός διάσημου σκωτσέζικου clipper, που ναυπηγήθηκε το 1869.

Τα clipper ήταν τύπος γρήγορου ιστιοφόρου που τον 19ο αιώνα έδωσε γενναίο αγώνα οπισθοφυλακής στον πόλεμο του ιστίου με τον ατμό. Όμορφα, ανθεκτικά και πολύ γρήγορα σκαριά, χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στο εμπόριο του τσαγιού από τη μακρινή Κίνα.

Το Cutty Sark πρόλαβε να κάνει κάποια τέτοια ταξίδια πριν ο αγώνας με τα ατμόπλοια χαθεί οριστικά λόγω του ανοίγματος της διώρυγας του Σουέζ.

Μετά χρησιμοποιήθηκε στο εμπόριο μαλλιού με την Αυστραλία για δέκα χρόνια, για να χάσει και πάλι στον αγώνα με τα ατμόπλοια, να πουληθεί σε μια πορτογαλέζικη εταιρία, να μετονομαστεί και να γίνει απλό εμπορικό ως το 1922 όπου αγοράστηκε πάλι από άγγλο και μετατράπηκε σε εκπαιδευτικό σκάφος και τέλος σε πλοίο μουσείο.

Το ότι χρησιμοποιήθηκε στο εμπόριο του μαλλιού είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Αν κοιτάξει κανείς το ακρόπρωρο του, βλέπει μια γυναικεία μορφή, με σκληρά χαρακτηριστικά να κρατάει στο τεντωμένο χέρι της ένα παχύ θύσανο, κάτι σαν κομμένη γυναικεία αλογοουρά. Δεν είναι αλογοουρά αλλά … ουρά αλόγου.

Σκωτσέζικο σκαρί, κοντή πουκαμίσα, ουρά αλόγου. Δένουν όλα. Γιατί οι αναφορές είναι από το ποίημα «Tam o’ Shanter» του μεγάλου, κι από πολλούς θεωρούμενου, εθνικού ποιητή της Σκωτίας, Robert Burns. Ο Burns θεωρείται από τους πρωτεργάτες του ρομαντισμού και σε μια σχετικά πρόσφατη ψηφοφορία ο κόσμος τον ανέδειξε στον σημαντικότερο Σκωτσέζο όλων των εποχών.

Ο Ταμ, του ποιήματος, είναι από τους τύπους που συναντάμε συχνά σ’ αυτή την εποχή κι αυτή τη μεριά του κόσμου: ξημεροβραδιάζεται στα καπηλειά την ώρα που η γυναίκα του τον περιμένει με τις ώρες πίσω στο σπίτι.

Σε μια από αυτές τις εξόδους του, όταν ο Ταμ, αργά τη νύχτα, πάει να γυρίσει σπίτι του, τα σύννεφα πυκνώνουν κι ετοιμάζεται να ξεσπάσει καταιγίδα.

Στο δρόμο του ο Ταμ περνάει από ένα στοιχειωμένο ερείπιο εκκλησίας. Το χάλασμα είναι φωτισμένο από φωτιές που γύρω τους γιορτάζουν και χορεύουν μάγισσες και μάγοι στους ήχους της γκάϊντας που παίζει ο ίδιος ο διάβολος.

Ο μεθυσμένος Ταμ που δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, κάθεται και χαζεύει. Ενθουσιάζεται, μάλιστα, σίγουρα όχι για το καλλιτεχνικό του πράγματος, με μια μάγισσα που φοράει μόνο μια κοντή πουκαμίσα, και πάνω στον ενθουσιασμό τους μπήζει μια φωνή: ‘Weel done, cutty-sark!’.

Οι φωτιές σβήνουν με μιας, η μουσική σταματάει, κι οι μάγισσες με τους μάγους και τ’ άλλα ακατονόμαστα πλάσματα που τους περιστοιχίζουν, ξεχύνονται να πιάσουν τον παρείσακτο.

Αυτός συνέρχεται, πηδάει στο άλογο του και το σπηρουνίζει άγρια να προλάβει να περάσει πάνω από ένα ορμητικό ρέμα εκεί κοντά, που ξέρει ότι οι μάγισσες δεν μπορούν να το διασχίσουν.

Η μάγισσα με την κοντή πουκαμίσα, που προπορεύεται τους άθλιου εσμού, ίσως από κάποια κρυφή επιθυμία για τον Ταμ ή από οργή για την προσβολή που υπέστη μπροστά στους εκλεκτούς συναδέλφους της, προλαβαίνει ν’ αρπάξει την ουρά του αλόγου όταν εκείνο βρίσκεται ήδη στον αέρα πάνω από το νερό. Κι έτσι ένας πυκνός θύσανος της μένει στο χέρι.

Ερίκ Σατί

Ο κύριος της εικόνας θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει για παπάς ή μοναχός αν δεν τον πρόδιδαν τα εστέτ ματογυάλια του.

Από μια άποψη, ήταν παπάς, αν και δεν είναι αυτή η ιδιότητα για την οποία έμεινε στην Ιστορία.

Κι επίσης δεν ήταν παπάς καμιάς από τις μεγάλες χριστιανικές εκκλησίες.

Ήταν παπάς, ιερέας, αρχιερέας και ιδρυτής της L’Église Métropolitaine d’Art de Jésus Conducteur δηλαδή της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Χριστού του Ηγήτορος.

Κατά μια άλλη μετάφραση, που προτιμώ, «του Χριστού του Μαέστρου». Και προτιμώ αυτήν την μετάφραση γιατί κάνει σαφή τη σχέση: ο εικονιζόμενος είναι ο συνθέτης Ερικ Σατί, ο οποίος μετά την αποχώρηση του από το Ordre de la Rose-Croix Catholique du Temple et du Graal (Καθολικό Ροδοσταυρικό Τάγμα του Ναού και του Γκράαλ) του γνωστού μυστικιστή του 19ου αιώνα, Ζοζεφάν Πελαντάν, αποφάσισε να ιδρύσει τη δική του εκκλησία της οποίας υπήρξε και το μοναδικό μέλος.

Αν ψάχνετε για κάποια εξήγηση, ίσως η προαπαιτούμενη εκκεντρικότητα των παρεπιδημούντων την Μονμάρτρη καλλιτεχνών, μαζί με τη φτώχια και το ποτό, να είναι επαρκείς λόγοι.

Ίσως πάλι να φταίει μόνο το αλκοόλ, μιας κι ο Σατί ήταν βαριά αλκοολικός και πέθανε από κίρρωση ήπατος.

Τι τα θες; Μας άφησε τις Gymnopédies και τις Gnossiennes και γι αυτό συγχωρείται.

Κι επίσης για το ότι ήθελε να είναι μουσικοσυνθέτης χωρίς ξινολάχανο (sauerkraut), όπως έλεγε, βολή στην γερμανική μουσική κι ειδικά στο Βαγκνερισμό