Η μοναξιά της Χ.

Ξυπνάει το πρωί με βαρύ κεφάλι πάντα. Τα φάρμακα της περασμένης φταίνε, αλλά δεν το ξέρει. Κοιτάει το δωμάτιο και δεν τ’ αναγνωρίζει. Βουβός πανικός. Με το μάτι πιάνει την κίνηση στο διάδρομο. Αντιλαμβάνονται ότι ξύπνησε. Πρόσωπα χαμογελαστά τη ρωτούν πως είναι, την προτρέπουν ευγενικά να σηκωθεί να ντυθεί. Θέλει να τους ρωτήσει ποιοι είναι, αλλά δεν τολμάει. Ακούει τις προτροπές τους μένοντας ακίνητη ώσπου την αφήνουν ήσυχη πάλι.

Ποιοί είναι; Γιατί της μιλούν σα να την γνωρίζουν; Πως βρέθηκε δω; Δεν μπορεί να θυμηθεί…

Κάποια στιγμή σηκώνεται. Σπεύδουν να την ντύσουν. Εκνευρίζεται. Θέλει να κάνει τα πράγματα όπως εκείνη ξέρει. Τι νομίζουν; Ότι είναι καμιά χωριάτα; Ή ότι είναι παιδί;

Παιδί; Αλήθεια που είναι τα παιδιά της; Κι η μάνα της; Που είναι η μάνα της; Πόσο καιρό έχει να τη δει; Της έχει λείψει. Θέλει να γυρίσει πίσω στο πατρικό της. Να βρει τη μάνα της. Το μόνο άνθρωπο στον κόσμο που αγαπάει και την αγαπάει τόσο.

Πάει προς την πόρτα αλλά στέκεται, γυρίζει πίσω, παίρνει τη τσάντα της. Βαρειά, μα γεμάτη απαραίτητα. Το μαντήλι της; Που είναι το μαντήλι της; Αδειάζει την τσάντα στο κρεβάττι για να το βρει. Ένας μικρός λόφος σχηματίζεται από πετσετάκια, χαρτομάντηλα, ψαλίδια, μιμπλώ, μια παντόφλα, κάλτσες, κι άλλη παντόφλα, ένα σουβέρ, καρφίτσες, φω μπιζού, μια μπλούζα… Απαραίτητα, όλα απαραίτητα. Πρέπει να τα γυρίσει σπίτι. Να τα πάει στη μάνα της. Να και το μαντήλι. Χαρτομάντηλο. Χρησιμοποιημένο. Μόνο μιά φορά. Καινούργιο.

Τα ξαναβάζει μέσα. Τρέχει προς την πόρτα. Κλειδωμένη. Αυτό είναι λοιπόν; Την έχουν φυλακίσει; Κι αυτά τα χαμόγελα όλο υποκρισία τι τα θέλουν τότε; Θυμώνει. Κλωτσάει την πόρτα λυσσασμένα. Προσπαθούν να τη συγκρατήσουν. Μια γυναίκα ντύνεται βιαστικά. Θα τη συνοδέψει, λέει. Δεν θέλει συνοδεία, αλλά προκειμένου να βγει…

Στο δρόμο κοιτάζει δεξιά, κοιτάζει αριστερά. Δεν αναγνωρίζει τίποτα. Έχει ήλιο κι αυτή δεν έχει καπέλο. Προς τα που να πάει; Πως την έσυραν ως εδώ; Που είναι το σπίτι της; Κι αυτή η εκνευριστική γυναίκα δίπλα της που δεν ξέρει να μιλάει, δεν της λέει. Θα ρωτήσει τον περαστικό. Της δείχνει την κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Η γυναίκα την ακολουθεί. Πάει να της πάρει την τσάντα για την ελαφρώσει. Αρνείται. Να την κλέψει θέλει. Ποιά είναι αυτή που θέλει να πάρει την τσάντα της; Γιατί έρχεται μαζί της; Να γυρίσει σπίτι, να γυρίσει σπίτι, να βρει τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που την αγαπά και την καταλαβαίνει. Που είναι το σπίτι;

Φτάσανε στην παραλιακή. Που να πάει τώρα; Να ρωτήσει τον περαστικό. Της δείχνει. Τραβάει κατά κει. Ο ήλιος καίει. Η τσάντα είναι βαρειά στο χέρι της και το πρησμένο πόδι της αρχίζει να πονάει. Αλλά δεν σταματάει. Ιδρώνει και συνεχίζει. Η γυναίκα ζητάει πάλι να της πάρει την τσάντα. Την αφήνει αλλά έχει το νου της μην απομακρυνθεί. Μην την κλέψει. Περπατάει, ρωτάει, σταματάει και κόβει ένα ματσάκι λουλούδια. Περπατάει. Ρωτάει. Δεν στέκεται. Δεν διψάει. Συνεχίζει. Περνάει ώρα. Ώρες.

Κάποτε φτάνει. Έτσι της λένε. Μα εκείνη δεν γνωρίζει τίποτα. Την κοροϊδεύουν. Που είναι η μάνα της; Που είναι το σπίτι της. Κι αυτοκίνητα. Παντού αυτοκίνητα. «Πήξαμε στ’ αυτοκίνητα», λέει. Την κορόϊδεψαν. Δεν είναι εδώ το σπίτι της. Δεν είναι εδώ το λιμανάκι με την αμμουδιά. Δεν είναι δω το ταβερνάκι. Δεν βρίσκει τη μάνα της στην κουζίνα. Θα πάει να ψάξει αλλού. Θα το βρει αυτή. Κι ας της το κρύβουν. Κι ας την κοροϊδεύουν όλοι. Όλοι οι άγνωστοι. Που είναι οι γνωστοί της; Γιατί εξαφανίστηκαν; Που είναι οι δικοί της; Που βρίσκονται όλοι; Που βρίσκεται αυτή; Θε μου τι μοναξιά. Δεν υπάρχει κανείς πια οικείος στον κόσμο; ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;

Συνεχίζει να περιπλανιέται χωρίς να ρωτάει πια. Η γυναίκα δίπλα της την κατευθύνει.

«Που πάμε;», ρωτάει.

«Σπίτι».

«Ναι σπίτι, πάμε σπίτι».

Φτάνουν αποκαμωμένες κι οι δύο. Κοιτάζει. Δεν γνωρίζει τίποτα.

«Που μ΄ έφερες;»

«Σπίτι».

«Δεν είν’ αυτό το σπίτι μου».

«Εδώ είναι».

«Δεν είναι».

Κάποιος πλησιάζει. Κάτι της θυμίζει. Της λέει να ανέβουν μαζί. Ποιος είναι; Φίλος; Αδελφός; Γιός; Δειλιάζει. Αφήνεται να την τραβήξουν μέσα. Άγνωστες κάμαρες πάλι. Δεν θέλει κι άλλες άγνωστες κάμαρες. Θέλει να φύγει.
Κάτσε να ξημερώσει πρώτα, της λένε.
Κοιτάζει έξω. Σκοτάδι. Φοβάται το σκοτάδι. Που να πάει μες στο σκοτάδι; Θα μείνει μέχρι το πρωί.

Την καθίζουν στο τραπέζι. Πίνει νερό. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα ποτήρια. Πόσο διψάει! Μαζί με το πέμπτο της δίνουν και μια χούφτα χάπια.

«Τι είναι αυτά;»

«Τα χάπια σου».

«Τα χάπια μου;»

«Τα χάπια σου».

«Για τι είναι; Δεν έχω τίποτα».

«Για το πόδι που πονάει», της λένε γιατί δεν μπορούν να της πουν πως το Aricept είναι για ασθενείς με Alzheimer…

21 thoughts on “Η μοναξιά της Χ.

  1. ανυπόφορη η τυχαιότητα της μοίρας δεν είναι;

    Ταυτίζομαι με το σχόλιο του/της aerosol, τόσο με το νου όσο και με την καρδιά.

    Για ένα χρόνο έζησα την αργή δύση ενός λατρευτού μου ανθρώπου -που αν και δεν έπασχε από τη νόσο του Alzheimer συχνά η συμπτωματολογία ήταν πολύ ανάλογη και ακόμα πιο συχνά το Alzheimer έμοιαζε με ευλογία σε σχέση…

    (ο once upon a time Δύων Ανατέλλων φίλε Χαρτοπόντικα)

    Μου αρέσει!

  2. Κορμί παράλυτο με μυαλό γερό, πολεμιέται. Κορμί γερό με μυαλό χαμένο, όχι.. είναι μια τεράστια δοκιμασία για τους οικογενειακούς δεσμούς. Παρόμοια με το Alzheimer είναι και η πολυεμφραγματική εγκεφαλοπάθεια (= πολλαπλά μικρά εγκεφαλικά), και θυμάμαι την καημένη την γιαγιάκα μου – σαν μωράκι είχε γίνει στο τέλος… φώναζε την μητέρα μου μαμά…

    Μου αρέσει!

  3. Μου θύμισες πράγματα… Και το ξέρω το αρισέπτ, μαζί και κανα δυο άλλα.
    Η αλτσχάϊμερ είναι μια ασθένεια που μπορεί να σε φέρει σε άκρα. Το να χάνεις τον κόσμο σου, τους ανθρώπους σου, το οικείο περιβάλλον, είναι από τα πλέον δύσκολα ενδεχόμενα της ζωής.
    Αν είναι προσωπική περίπτωση, κουράγιο..

    Μου αρέσει!

  4. Πολύς πόνος … Πολλές ενοχές για μας που στεκόμαστε απέναντι και τους … βλέπουμε … Άλλοτε νομίζουμε πως είναι ευτυχισμένοι μέσα στο «χάσιμο» τους και άλλοτε όχι … Δεν θα το μάθουμε ποτέ …
    http://www.silia.wordpress.com/2007/06/18/Η ΒΑΛΙΤΣΑ
    Καλό σου βράδυ .

    Μου αρέσει!