Ένα ποίημα που άκουσα

Sash Dugdale

Στις 13/3/2024, χάρη στην πρόσκληση μιας εκ των συμμετεχουσών,της Άννας Γρίβα, παρακολούθησα μια εκδήλωση όπου πέντε ελληνίδες ποιήτριες και δυο βρετανίδες διάβασαν από τρία ποιήματα τους.

Η εκδήλωση έγινε στο Ελληνικό Κέντρο, στο Λονδίνο, κι ήταν στα πλαίσια της συμμετοχής της χώρας στο London Book Fair.

Οι συμμετέχουσες, με τη σειρά που ακούστηκαν, ήταν οι:

Ελληνίδες

  • Άννα Γρίβα
  • Λένα Καλλέργη
  • Μυρσίνη Γκανά
  • Φοίβη Γιαννίση
  • Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Βρετανίδες

  • Sasha Dugdale
  • Jennifer Wong

Τις ελληνίδες και το έργο τους εύκολα μπορεί να τις αναζητήσει κανείς στην Ελλάδα, γι αυτό δεν θα γράψω περισσότερα εδώ.

Από τις βρετανίδες ποιήτριες, η Sasha Dugdale ήταν η πρώτη που ακούσαμε. Διάβασε με ωραίο, μουσικό τρόπο και μπόρεσα να την παρακολουθήσω. Γιατί το να ακούς και να καταλαβαίνεις σύγχρονη ποίηση, και μάλιστα στα Αγγλικά, δεν είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου.

Σ’ ένα ποίημα της αναφέρθηκε στην μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (η ίδια είναι και μεταφράστρια ρωσικής λογοτεχνίας), κι επειδή γνώριζα το όνομα, το έκανα αμέσως σημείο αναφοράς, κι όταν αργότερα αναζήτησα την Dugdale στο διαδίκτυο, το βρήκα χάρη στην Αχμάτοβα, και αποφάσισα να το μεταφράσω.

Το ποίημα μιλάει για την πηγή της ίδιας της ποίησης, της έμπνευσης, της δημιουργίας. Και δίνεται μέσα από τη σκοπιά μιας απλής γυναίκας, μια μάνας και πιθανόν μιας απατημένης.

Αποφάσισα να βάλω στην μετάφραση περισσότερα σημεία στίξης από το πρωτότυπο για να το κάνω κατανοητό, διακινδυνεύοντας συγχρόνως να παρασύρω τον αναγνώστη στη δική μου πιθανή παρανόηση.

Perhaps Akhmatova was right
When she wrote who knows what shit
What tip, what pile of waste
Brings forth the tender verse
Like hogweed, like the fat hen under the fence
Like the unbearable present tense
Who knows what ill, what strife
What crude shack of a life
And how it twists sweetly about the broken sill:
Pressingness, another word for honeysuckle
But housewives? Has poetry
Ever deepened in the pail
Was it ever found in the sink, under the table
Did it rise in the oven, quietly able
To outhowl the hoover?
Does it press more than the children’s supper
The sudden sleepless wail?
Did it ever?
It lives. It takes seed
Like the most unforgiving weed
Grows wilder as the child grows older
And spits on dreams, did I say
How it thrives in the ashen family nest
Or how iambs are measured best
Where it hurts:
With the heel of an iron
On the reluctant breast
Of a shirt?


Ίσως η Αχμάτοβα να είχε δίκιο
Όταν έγραφε ποιος ξέρει τι σκατά
τι τρώγλη, τι απόβλητα σωρός
σπρώχνουν εμπρός τον τρυφερό τον στίχο,
σαν αγριόχορτο, σαν την χοντρή την κότα κάτ' απ΄ τον φράχτη
σαν τον αφόρητο ενεστώτα,
ποιος ξέρει τι κακό, τι διαμάχη,
τι άξεστη ζωή παράγκα,
Και πως συστρέφεται γλυκά στο σπασμένο πρεβάζι:
Πιεστικότητα, μια άλλη λέξη για το αγιόκλημα.
Αλλά νοικοκυρές; Βάθυνε ποτέ
η ποίηση σε κάδο;
Την βρήκανε ποτέ σε νεροχύτη; Απ' το τραπέζι κάτω;
Φούσκωσε σε φούρνο, ήρεμα ικανή
την ηλεκτρική τη σκούπα να ξεπεράσει στην κραυγή;
Πιέζει περισσότερο απ' των παιδιών το γεύμα;
Το ξαφνικό άυπνο ουρλιαχτό;
Συνέβη ποτέ;
Ζει, φυτρώνει,
Σαν το πιο ανελέητο ζιζάνιο.
Είπα πως αγριεύει όπως το παιδί μεγαλώνει
και φτύνει στα όνειρα;
Πως ευημερεί στις στάχτες της οικογενειακής φωλιάς;
Ή πως οι ίαμβοι καλύτερα μετρώνται
Όπου πληγώνει:
Με σιδερένιο τακούνι
Σ'ενός πουκάμισου
το διστακτικό στήθος;