Επέτειος θανάτου Λόρδου Μπάιρον

Μνημόσυνο στον μεγάλο ρομαντικό ποιητή με μια μετάφραση του ποιήματος του, She walks in beauty.

She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that’s best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes;
Thus mellowed to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.

One shade the more, one ray the less,
Had half impaired the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o’er her face;
Where thoughts serenely sweet express,
How pure, how dear their dwelling-place.

And on that cheek, and o’er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!
Βαδίζει όμορφη σαν τη νύχτα
Ανέφελων κλιμάτων κι έναστρων ουρανών.
Κι ό,τι καλύτερο από σκοτάδι και λάμψη
Στην όψη και τα μάτια της σμίγει
Ημερεμένο στο απαλό το φως
Που ο ουρανός αρνιέται στην φανταχτερή τη μέρα.

Μια σκιά συν, μια ακτίνα πλην,
Θα ελάττωναν την απερίγραπτη χάρη
Που κυματίζει σε κάθε μαύρο βόστρυχο, Ή απαλά το πρόσωπό απαυγάζει,
Όπου σκέψεις γαλήνιες και γλυκές μαρτυρούν
Πόσο άμωμη, πόσο προσφιλής η κατοικία τους.

Και στο μάγουλο, και πάνω από το τόσο απαλό, ήρεμο μα λαλίστατο μέτωπο, Χαμόγελα που κερδίζουν, αποχρώσεις που λάμπουν,
Και μαρτυρούν μέρες σε καλοσύνη ξοδεμένες,
Νου σ’ ειρήνη με τα κάτω,
Καρδιά μ’ αγάπη αθώα!

Οι δακτύλιοι του Κρόνου, του W.G. Sebald

Υπάρχουν βιβλία που μας αρέσουν κι υπάρχουν βιβλία που μας ταιριάζουν. Η διαφορά των δεύτερων από τα πρώτα δεν είναι θέμα αισθητικής. Είναι η ιδιαίτερη ποιότητα του βιβλίου που συντονίζεται με κάποια στοιχεία της προσωπικότητας μας. Για τα δεύτερα αυτά τα βιβλία, έχουμε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας. Και δεν τα βλέπουμε σαν βιβλία μόνο, αλλά σαν μέσα επικοινωνίας μ’ αυτόν που τα έγραψε που χωρίς να τον έχουμε δει ποτέ, τον έχουμε ήδη συγκαταλέξει στους πολύ φίλους.

Οι δακτύλιοι του Κρόνου είναι για μένα ένα τέτοιο βιβλίο. Η περιπλάνηση, η κατάδυση στις σκοτεινές ιστορίες των τόπων, η ανίχνευση των νημάτων τους με αυτούς που έζησαν κι έδρασαν εκεί, τα τινάγματα στο χρόνο, η ανάμιξη του χθες με το τώρα, η ιχνηλάτηση μιας πορείας, η σύγκριση με άλλες παράλληλες, η ανάδυση στα ύψη για να φανεί η μεγάλη εικόνα κι η κατάδυση στο μικροσκοπικό για να αναδειχτεί η ομορφιά ή η θλίψη της λεπτομέρειας είναι όλα όσα συνθέτουν αυτό το οδοιπορικό του Sebald το καλοκαίρι του 1992 στο Suffolk της Νοτιοανατολικής Αγγλίας. Κι είναι κι ο δικός μου τρόπος να ζω το πέρασμα μου από τους χώρους και ν’ αφήνω τη σκέψη μου να κινείται στις πολλαπλές διαστάσεις τους.

Αν θέλαμε να κατηγοριοποιήσουμε του Δακτύλιους θα λέγαμε ότι πρόκειται για ταξιδιωτική λογοτεχνία. Κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά που συνάδουν μ’ ένα τέτοιο χαρακτηρισμό. Αυτό που κάνει το βιβλίο να διαφέρει είναι η συνοχή στις διάσπαρτες ιστορίες, βίους και τόπους, που δίνει το κυρίαρχο αίσθημα του συγγραφέα, αυτό μια μελαγχολικής ενατένισης της φθοράς και της απώλειας.

Το κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου είναι, νομίζω, ένα απόσπασμα από την εγκυκλοπαίδεια Brockhaus που ο Sebald βάζει στο Μότο του βιβλίου:

Οι Δακτύλιοι του χρόνου αποτελούνται από παγοκρυστάλλους και ενδεχομένως από σωματίδια σκόνης μετεωριτών τα οποία διαγραφούν κυκλικές τροχιές γύρω από τον πλανήτη παράλληλα προς τον Ισημερινό του. Πρόκειται μάλλον για θραύσματα κάποιο παλαιότερο δορυφόρου, ο οποίος φαίνεται πως πλησίαζε τόσο μικρή απόσταση τον Κρόνο, ώστε να καταστραφεί εξαιτίας της παλιρροιακής επίδρασης του πλανήτη.

Ένας δορυφόρος που καταστράφηκε από το σφιχτό εναγκαλισμό του Κρόνου. Που ο Κρόνος, κατά μια ερμηνεία της μυθολογίας, είναι σύμβολο του χρόνου. Του χρόνου που συνθλίβει ότι πιάνει, και το αφήνει να περιστρέφεται θρύμματα σε μια αέναη περιδίνηση. Η μάταια προσπάθεια ν’ ανασυνθέσεις από αυτά τα θρύμματα το χαμένο πλανητικό σώμα, είναι η ίδια με την προσπάθεια του συγγραφέα ν’ ανασυστήσει την ζωή κει όπου πλέον λείπει.

Τα θραύσματα που περιγράφει ο Sebald είναι ότι έμεινε από μέρη του Suffolk που άκμασαν με την αλιεία, τη σηροτροφία, το κυνήγι, τον τουρισμό, την πολεμική βιομηχανία, και που συμπλέκονται με διάφορους τρόπους με απομακρυσμένα μέρη σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης: στην Κίνα, στην Αφρική, στην Ευρώπη.

Σχεδόν κάθε αναφορά σ’ ένα τόπο, συνδέεται μ’ ένα πρόσωπο που είτε έζησε εκεί, είτε δημιούργησε στον συγγραφέα ένα συνειρμό. Συναντάμε πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων όπως ο Γερμανοβρετανός Michael Hamburger (που ήταν και μεταφραστής του Sebald), ο Edward Fitzgerald, o Joseph Conrad, o Σατωμπριάν, αλλά και αστούς που έχτισαν μέγαρα, διαμόρφωσαν περιοχές, έφτιαξαν βιομηχανίες, συσσώρευσαν περιουσία, για να ακολουθήσουν την αμείλικτη φθορά και ή να την χάσουν οι ίδιοι, ή οι οικογένειες τους.

Η αφήγηση μπλέκεται με την μυθοπλασία, όταν συναντά το διήγημα του Μπόρχες Tlön, Uqbar και Orbis Tertius (που με ανάγκασε να το ξαναδιαβάσω) ή την Καρδιά του σκότους, που είναι σε μεγάλο βαθμό βγαλμένη από την εμπειρία του του Conrad στο Κογκό. Μπλέκεται με προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα, με ονειροπολήσεις και όνειρα. Με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, από τα μέρη που πέρασε (χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες δεν υπάρχουν άνθρωποι) ή με έργα τέχνης, όπως ένας πίνακας του Ρέμπραντ, Το μάθημα ανατομίας του Δόκτορος Νικολάες Τουλπ.

Μέσα από αυτές τις ιστορίες, τις αναμνήσεις, τα όνειρα, νιώθουμε τον πόνο του συμπάσχειν, ένα πόνο που είναι κυρίαρχος και δεν περιορίζεται μόνο στους ανθρώπους. Επεκτείνεται στα πράγματα, τα ζώα και τα φυτά, τους χώρους, τη φύση που αλλοιώνεται και καταστρέφεται.

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Sebald διάλεξε αυτόν τον ξένο τόπο για μια τέτοια κατάθεση ψυχής. Έζησε μεν πολλά χρόνια σ’ αυτή την περιοχή, αλλά το νοιάξιμο που δείχνει είναι αυτό που συνήθως φυλάμε για τους γενέθλιους τόπους μας. Εκτός αν έχουμε μεγάλη καρδιά που να χωράει και το ανοίκειο και το ξένο. Κι όπως φαίνεται, ο Sebald τέτοια διέθετε.

Ένα ποίημα που άκουσα

Sash Dugdale

Στις 13/3/2024, χάρη στην πρόσκληση μιας εκ των συμμετεχουσών,της Άννας Γρίβα, παρακολούθησα μια εκδήλωση όπου πέντε ελληνίδες ποιήτριες και δυο βρετανίδες διάβασαν από τρία ποιήματα τους.

Η εκδήλωση έγινε στο Ελληνικό Κέντρο, στο Λονδίνο, κι ήταν στα πλαίσια της συμμετοχής της χώρας στο London Book Fair.

Οι συμμετέχουσες, με τη σειρά που ακούστηκαν, ήταν οι:

Ελληνίδες

  • Άννα Γρίβα
  • Λένα Καλλέργη
  • Μυρσίνη Γκανά
  • Φοίβη Γιαννίση
  • Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Βρετανίδες

  • Sasha Dugdale
  • Jennifer Wong

Τις ελληνίδες και το έργο τους εύκολα μπορεί να τις αναζητήσει κανείς στην Ελλάδα, γι αυτό δεν θα γράψω περισσότερα εδώ.

Από τις βρετανίδες ποιήτριες, η Sasha Dugdale ήταν η πρώτη που ακούσαμε. Διάβασε με ωραίο, μουσικό τρόπο και μπόρεσα να την παρακολουθήσω. Γιατί το να ακούς και να καταλαβαίνεις σύγχρονη ποίηση, και μάλιστα στα Αγγλικά, δεν είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου.

Σ’ ένα ποίημα της αναφέρθηκε στην μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (η ίδια είναι και μεταφράστρια ρωσικής λογοτεχνίας), κι επειδή γνώριζα το όνομα, το έκανα αμέσως σημείο αναφοράς, κι όταν αργότερα αναζήτησα την Dugdale στο διαδίκτυο, το βρήκα χάρη στην Αχμάτοβα, και αποφάσισα να το μεταφράσω.

Το ποίημα μιλάει για την πηγή της ίδιας της ποίησης, της έμπνευσης, της δημιουργίας. Και δίνεται μέσα από τη σκοπιά μιας απλής γυναίκας, μια μάνας και πιθανόν μιας απατημένης.

Αποφάσισα να βάλω στην μετάφραση περισσότερα σημεία στίξης από το πρωτότυπο για να το κάνω κατανοητό, διακινδυνεύοντας συγχρόνως να παρασύρω τον αναγνώστη στη δική μου πιθανή παρανόηση.

Perhaps Akhmatova was right
When she wrote who knows what shit
What tip, what pile of waste
Brings forth the tender verse
Like hogweed, like the fat hen under the fence
Like the unbearable present tense
Who knows what ill, what strife
What crude shack of a life
And how it twists sweetly about the broken sill:
Pressingness, another word for honeysuckle
But housewives? Has poetry
Ever deepened in the pail
Was it ever found in the sink, under the table
Did it rise in the oven, quietly able
To outhowl the hoover?
Does it press more than the children’s supper
The sudden sleepless wail?
Did it ever?
It lives. It takes seed
Like the most unforgiving weed
Grows wilder as the child grows older
And spits on dreams, did I say
How it thrives in the ashen family nest
Or how iambs are measured best
Where it hurts:
With the heel of an iron
On the reluctant breast
Of a shirt?


Ίσως η Αχμάτοβα να είχε δίκιο
Όταν έγραφε ποιος ξέρει τι σκατά
τι τρώγλη, τι απόβλητα σωρός
σπρώχνουν εμπρός τον τρυφερό τον στίχο,
σαν αγριόχορτο, σαν την χοντρή την κότα κάτ' απ΄ τον φράχτη
σαν τον αφόρητο ενεστώτα,
ποιος ξέρει τι κακό, τι διαμάχη,
τι άξεστη ζωή παράγκα,
Και πως συστρέφεται γλυκά στο σπασμένο πρεβάζι:
Πιεστικότητα, μια άλλη λέξη για το αγιόκλημα.
Αλλά νοικοκυρές; Βάθυνε ποτέ
η ποίηση σε κάδο;
Την βρήκανε ποτέ σε νεροχύτη; Απ' το τραπέζι κάτω;
Φούσκωσε σε φούρνο, ήρεμα ικανή
την ηλεκτρική τη σκούπα να ξεπεράσει στην κραυγή;
Πιέζει περισσότερο απ' των παιδιών το γεύμα;
Το ξαφνικό άυπνο ουρλιαχτό;
Συνέβη ποτέ;
Ζει, φυτρώνει,
Σαν το πιο ανελέητο ζιζάνιο.
Είπα πως αγριεύει όπως το παιδί μεγαλώνει
και φτύνει στα όνειρα;
Πως ευημερεί στις στάχτες της οικογενειακής φωλιάς;
Ή πως οι ίαμβοι καλύτερα μετρώνται
Όπου πληγώνει:
Με σιδερένιο τακούνι
Σ'ενός πουκάμισου
το διστακτικό στήθος;

To Προμήνυμα, ένα ποίημα του Ρόμπερτ Γκρέιβς

The Foreboding

Looking by chance in at the open window
I saw my own self seated in his chair
With gaze abstracted, furrowed forehead,
Unkempt hair.

I thought that I had suddenly come to die,
That to a cold corpse this was my farewell,
Until the pen moved slowly on the paper
And tears fell.

Would it be tomorrow, would it be next year?
But the vision was not false, this much I knew;
And I turned angrily from the open window
Aghast at you.

Why never a warning, either by speech or look,
That the love you cruelly gave me could not last?
Already it was too late: the bait swallowed,
The hook fast.
Το Προμήνυμα

Από το ανοιχτό παράθυρο μέσα κοιτώντας
εμέν’ αντίκρυσα στην καρέκλα καθιστό,
με βλέμμα αφηρημένο, ρυτιδωμένο μέτωπο,
μαλλί ανακατωμένο.

Πως ξαφνικά ήρθ’ η ώρα να πεθάνω, σκέφτηκα.
Πως ήταν τούτο το στερνό αντίο σε κρύο πτώμα.
Μέχρι που σύρθηκ' η πένα στο χαρτί αργά
και κύλησαν τα δάκρυα.

Είναι για αύριο; Θα 'ρθει του χρόνου;
Το όραμα δεν έσφαλε, το ένιωθα ως εκεί.
Και θυμωμένα γύρισα από το ανοιχτό παράθυρο
-ενεός- σε σένα.

Γιατί ποτέ δεν με προειδοποίησες με βλέμμα ή με λόγο,
πως η αγάπη π’ άσπλαχνα μου ‘δωσες δεν θα διαρκούσε;
Πολύ αργά πια: το δόλωμα έχω καταπιεί,
τ' αγκίστρι έχει γατζώσει.

Το νησί των χαμένων δέντρων, της Ελίφ Σαφάκ

Οι λόγοι που έπιασα να διαβάζω αυτό το βιβλίο είναι τρεις:

  1. Μιλάει για την Κύπρο, το πρόβλημα της διχοτόμησης και, κυρίως το θέμα των αγνοουμένων.
  2. Είναι γραμμένο από μια Τουρκάλα συγγραφέα (που τυχαίνει να μένει πλέον στην ίδια πόλη με μένα – Λονδίνο) κι ήθελα να δω κατά πόσο η ματιά της θα σκιαζόταν από την αναπόφευκτη επιρροή της εθνικής της καταγωγής.
  3. Είναι γραμμένο στα Αγγλικά από κάποιον που δεν είναι τ’ Αγγλικά η μητρική του γλώσσα, κι έχει ενδιαφέρον μια σύγκριση τους αποτελέσματος με τους κολοσσούς Κόνραντ και Ναμπόκοβ που έκαναν ακριβώς αυτό.

Η ιστορία έχει ως εξής: ένα ζευγάρι (αγόρι Ελληνοκύπριος, κορίτσι Τουρκοκύπρια) αρχίζουν να ζουν τον έρωτα τους κρυφά στο νησί που μαστίζεται από την εθνοτική βία, την άνοιξη του 1974. Ο τόπος συνάντησης τους είναι μια ταβέρνα που είναι χτισμένη γύρω από μια συκιά. Εκεί, χάρη στους δυο ιδιοκτήτες (Έλληνα και Τούρκο) που τους βοηθάνε και τους καλύπτουν, περνάνε ώρες αθώου εφηβικού έρωτα. Όμως το μυστικό τους διαρρέει κι η μητέρα του ελληνόπουλου αποφασίζει να τους χωρίσει, στέλνοντας τον γιο της στην Αγγλία. Στην διάρκεια της εκεί διαμονής του, γίνεται η εισβολή στην Κύπρο κι ο νεαρός δεν μπορεί να επιστρέψει. Έτσι το ζευγάρι χωρίζει οριστικά και, για λόγους που δεν θ’ αποκαλύψω για να μην χαθεί το όποιο σασπένς έχει η ιστορία, δεν θα επανασυνδεθεί παρά ύστερα από μια εικοσιπενταετία.

Η πρωτοτυπία που εισάγει στην αφήγηση της η Σαφάκ, είναι η ομιλούσα συκιά της ταβέρνας που προανέφερα. Οι σελίδες της συκιάς είναι σελίδες πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ενώ το λοιπό βιβλίο τριτοπρόσωπης. Κι η συκιά παίζει ένα ρόλο συνδετικού ιστού, τόσο αφηγηματικά όσο και συμβολικά, αφού η Σαφάκ της αποδίδει μια σειρά από μυθικές ιδιότητες.

Ως προς το πολιτικό θέμα της Κύπρου, η Σαφάκ ακολουθεί μια ουδέτερη, ακίνδυνα πασιφιστική, γραμμή όπου κι οι δυο πλευρές φορτώνονται με τους κακούς τους. Μιλάει πολύ για την βία της ΕΟΚΑ Β χωρίς να κατονομάζει αντίστοιχη οργάνωση από την Τουρκοκυπριακή μεριά (δεν ξέρω καν αν υπήρχε, οπότε δεν είναι μομφή απαραίτητα αυτό), βία που έχει κι ελληνοκύπριους σαν θύματα.

Οι αγνοούμενοι μπαίνουν στην ιστορία στην περίοδο της επανένωσης του ζεύγους, όπου η γυναίκα δουλεύει στις σχετικές ομάδες που αναζητούν τους χαμένους τάφους για να αποδώσουν τους νεκρούς στις οικογένειες τους.

Δεν υπάρχει ποσοτική διάσταστη στις αναφορές των αγνοουμένων. Είναι σαν να ήταν ίδιοι οι αριθμοί κι από τις δύο πλευρές, πράγμα που μου φαίνεται απίθανο λόγω της πληθυσμιακής αναλογίας και λόγω του ότι μεγάλο μέρος των χαμένων Ελληνοκύπριων βρήκε το τέλος από το στρατό εισβολής. Οπότε εδώ η πασιφιστική τήρηση ίσων αποστάσεων μάλλον συγκαλύπτει μια μεροληψία.

Το ήδη ακανθώδες θέμα των αγνοουμένων μπερδεύεται ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή από μέρους της Σαφάκ κι άλλων παραμέτρων, όπως η ανοχή προς του ομοφυλόφιλους, η θέση της γυναίκας, η παράνομη θήρευση κι εξαγωγή πουλιών από την Κύπρο (ένα όντως μεγάλων διαστάσεων θέμα το οποίο αγνοούσα), οικολογικά ζητήματα κι ευαισθησίες κλπ.

Έτσι το βιβλίο γίνεται ένα γενικώς «προοδευτικό» βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, εις βάρος της λογοτεχνικής του αξίας. Η κατάδειξη κι η καταγγελία των κακώς κείμενων του σύγχρονου κόσμου δεν αποτελεί εχέγγυο λογοτεχνικότητας. Μάλλον το αντίθετο. Κι ειδικά όταν η ανάμιξη τους με το κύριο ζήτημα (των αγνοουμένων) μειώνει την πρέπουσα προσοχή προς αυτό.

Παράλληλα με την πολιτική ορθότητα, η Σαφάκ γεμίζει το βιβλίο με πληροφορίες (όπως π.χ. πως θάβουν μια συκιά για να γλυτώσει το κρύο του χειμώνα) που ενώ είναι ενδιαφέρουσες αυτές καθαυτές, ελέγχεται η συνεισφορά τους στην λογοτεχνική αξία του βιβλίου.

Κι είναι κρίμα γιατί η γραφή της Σαφάκ είναι όμορφη. Κι η γλώσσα της, παρότι όχι η μητρική της, είναι φροντισμένη και στρωτή. Χωρίς τις ιλιγγιώδεις ανατάσεις του Ναμπόκοβ ή τις βιρτουόζικες περιγραφές του Κόνραντ, είναι γλώσσα πλούσια, με ευαισθησία, με γνώση του πως να ζωγραφίζει εικόνες, γλώσσα που φανερώνει μια πιο μεσογειακή αφόρμηση και δεν περιχαρακώνεται σε εθνοκεντρικούς αγγλισμούς. Στην περίπτωση των διαλόγων όμως, η Σαφάκ υποχωρεί προς μεγαλύτερη κοινοτυπία. Αρκετές ατάκες μου θύμιζαν τηλεοπτικούς διαλόγους, έστω κι αν ήταν από σειρές ποιότητας.

Μπαίνω στον πειρασμό να αποδώσω ευθύνες στην εκδοτική βιομηχανία για το αποτέλεσμα, που απαιτεί από τους συγγραφείς συχνή παραγωγή μυθιστορημάτων και μάλιστα συγκεκριμένου μεγέθους, γιατί το βιβλίο χωρίς τα παραγεμίσματα θα μπορούσε να είναι μια όμορφη νουβέλα. Κι αν η Σαφάκ έβαζε και κάποια παραπάνω τόλμη, θα μπορούσε να είναι και πιο αιχμηρό και ουσιώδες. Ακόμα κι αν ήταν για να πει όχι τα πράγματα που προσδοκεί η Ελληνική πλευρά ν’ ακούσει.

Ως έχει, αναγκαστικά θα διαβαστεί πιο πολύ σαν ρομάντζο σε ντεκόρ πολιτικής ορθότητας.